χρυσείων — χρῡσείων , χρύσεος golden masc/fem gen pl (epic) χρῡσείων , χρύσεος golden fem gen pl (epic) χρῡσείων , χρύσεος golden masc/neut gen pl (epic) χρῡσεί̱ων , χρυσεῖον gold mine neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ARA dicendi ritus (de) — de ARA dicendi ritus meworatur Tertulliano de Pallio c. 5. Tamen propemodum mihi quoque licebit in publicum prodesse, soleo de qualibet margine (i. e. suggestu lapideô vel terreô, ad fines constitutô) vel Arâ medicinas moribus dicere, etc. i. e.… … Hofmann J. Lexicon universale
Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… … Dictionary of Greek
κονισαλέος — α, ο (Α κονισαλέος, α και η, ον) [κονίσαλος] γεμάτος σκόνη, σκονισμένος, κατασκονισμένος («κονισαλέην τρίχα σείων», Νόνν.) νεοελλ. συνεκδ. παλιός, λησμονημένος … Dictionary of Greek
δρασείων — δρᾱσείων , δρασείω have a mind to do pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)